αυτοδαής

αυτοδαής
αὐτοδαής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + -δαής < εδάην, αόρ. β' του *δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοδαής — self taught masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδαῆ — αὐτοδαής self taught neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοδαής self taught masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοδαής self taught masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”